ύπτιος

ύπτιος
-α, -ο / ὕπτιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο
α) γραμμ. το σουπίνο
β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ
αρχ.
1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος («παράθες νῡν ὑπτίαν αὐτὴν ἐμοὶ [τὴν ἀσπίδα]», Αριστοφ.)
2. (για τόπο) επίπεδος, ομαλός («ἐοῡσα πᾱσα ὑπτίη τε καὶ ἔνυδρος καὶ ἰλύς», Ηρόδ.)
3. (για υδάτινη επιφάνεια) ήρεμος, γαλήνιος
4. (για ρήματα) παθητικός·5. μτφ. α) νωθρός, οκνηρός
β) (για ύφος ή γλώσσα) άτονος, χαλαρός, ψυχρός
6. το ουδ. ως ουσ. μαθημ. τετράπλευρο τού οποίου οι πλευρές δεν είναι παράλληλες
7. φρ. α) «ἐξ ὑπτιας νέω» — κολυμπώ ανάσκελα
β) «ὕπτια μέρη»
(για ζώο) τα μέρη τού σώματος που βρίσκονται από κάτω, δηλαδή στην πλευρά τής κοιλιάς, σε αντιδιαστολή προς αυτά που βρίσκονται στη ράχη
β) «ὑπτία χείρ» — η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού, η παλάμη (Πλουτ.)
γ) «ὕπτιον φύλλον» — η άνω επιφάνεια φύλλου που είναι λεία, σε αντιδιαστολή προς την κάτω που είναι τραχύτερη
δ) «ὑπτίοις σέλμασιν ναυτίλλομαι» — ναυαγώ (Σοφ.)
ε) «ὑπτιας χεῑρας ἀνατείνω» — προσεύχομαι με τα χέρια τεντωμένα και τις παλάμες στραμμένες προς τον ουρανό (Πλούτ.)
στ) «ἐξ ὑπτιας διανέω λόγον»
μτφ. ανιχνεύω επιχείρημα συλλογισμού αρχίζοντας από το συμπέρασμά του και προχωρώντας προς τα πίσω (Πλάτ.). Επιρρ. ὑπτίως ΝΜΑ, και ύπτια Ν
κατά τρόπο ύπτιο, ανάσκελα
αρχ.
μτφ. με καλή διάθεση, με ευδιαθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὕπ-τιος, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από το θ. υπ- (< IE *upo/up «κάτω, αποκάτω προς τα πάνω, πάνω», πρβλ. και το ομόρριζο λατ. supinus «ύπτιος») τών τ. ὑπό*, ὑπέρ*, ὕπατος* με επίθημα -τ-ιος, στο οποίο αξίζει να σημειωθεί η μη συριστικοποίηση τού -τ- προ τού -ι- (πρβλ. δημό-σιος < *δημό-τιος), γεγονός που διευκολύνει τη διάκριση τού επιθ. ὕπτιος (αντί ενός αναμενόμενου *ὕπ-σιος) από την συγγενή οικογένεια τού επιρρ. ὕψι* (< *ὕπ-σι). Ανάλογη διατήρηση τού οδοντικού στην κατάλ. -τ-ιος παρατηρείται και σε άλλα επίθ. όπως: αἴτιος*, ἄρτιος, νύκτιος. Κατ' άλλη άποψη, όμως, το επίθ. ὕπτιος, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ὕπτος, πρέπει να αναχθεί στην ρίζα *sup- τής λ. ὕπνος* (πρβλ. αρχ. ινδ. supta- «κοιμισμένος») και έχει τη σημ. «είμαι ξαπλωμένος με την πλάτη κάτω για να κοιμηθώ», άποψη η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την σημ. «τα κάτω μέρη τού σώματος, δηλ. το στήθος και η κοιλιά» που έχει ο τ. ὕπτια αναφορικά προς τα ζώα, τα οποία κοιμούνται ξαπλωμένα πάνω στην κοιλιά και όχι πάνω στη ράχη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὕπτιος — laid on one s back masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπτιος — α, ο επίρρ. α ο πεσμένος με τη ράχη, ο ξαπλωμένος ανάσκελα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπτιώτερον — ὕπτιος laid on one s back adverbial comp ὕπτιος laid on one s back masc acc comp sg ὕπτιος laid on one s back neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτίων — ὕπτιος laid on one s back fem gen pl ὕπτιος laid on one s back masc/neut gen pl ὑ̱πτίων , ὑπτιάω lean backward imperf ind act 3rd pl ὑ̱πτίων , ὑπτιάω lean backward imperf ind act 1st sg ὑπτιάω lean backward imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτίως — ὕπτιος laid on one s back adverbial ὕπτιος laid on one s back masc acc pl (doric) ὑ̱πτίως , ὑπτιόω to be turned on one s back imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑπτιόω to be turned on one s back imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπτιον — ὕπτιος laid on one s back masc acc sg ὕπτιος laid on one s back neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιωτέρους — ὕπτιος laid on one s back masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιώτεροι — ὕπτιος laid on one s back masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιώτερος — ὕπτιος laid on one s back masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτίαις — ὕπτιος laid on one s back fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”